ξεπλανεύω

ξεπλανεύω
αποπλανώ, διαφθείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεπλανώ + κατάλ. -εύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεπλανεύω — ξεπλάνεψα, ξεπλανεύτηκα, ξεπλανεμένος, πλανώ, αποπλανώ, ξεγελώ, εξαπατώ, παρασύρω, διαφθείρω: Ξεπλανεύουν τα άπειρα κορίτσια με χίλιες υποσχέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεπλανώ — ξεπλανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ πλανῶ (αόρ. ἐξ επλάνησα) βλ. και λ. ξ(ε) ] …   Dictionary of Greek

  • απατώ — (AM ἀπατῶ, άω) 1. εξαπατώ, παραπλανώ, μεταχειρίζομαι δόλο εναντίον κάποιου νεοελλ. 1. διαπράττω μοιχεία («η γυναίκα του τον απατά») 2. (για κόρη) ξεπλανεύω, ξεπαρθενεύω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου 2. (απολ.) είμαι απατηλός, εσφαλμένος 3 …   Dictionary of Greek

  • ξεπλάνεμα — το [ξεπλανεύω] αποπλάνηση, παραπλάνηση …   Dictionary of Greek

  • αποπλανώ — ησα, ήθηκα, ημένος, παρασύρω, ξεπλανεύω, ξεμυαλίζω, διαφθείρω: Η κατηγορία ήταν ότι είχε αποπλανήσει ανήλικο κορίτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”